Ταξιδιωτικό 

Προυσσός Ευρυτανίας

 

Δε μου αρέσει η Πατρών – Κορίνθου. Ποτέ δε μου άρεσε. Τώρα περισσότερο, μόνο που σκέφτομαι ατελείωτα χιλιόμετρα έργων με το δρόμο να στενεύει κάθε τρεις και λίγο χαλάει η διάθεσή μου. Φορτηγά να αγκομαχούν σέρνοντας ουρές από απελπισμένους γιωταχίδες, σήματα περιορισμού του πλάτους του δρόμου να εμφανίζονται συχνά πυκνά κάνοντας τη διαδρομή να μοιάζει με τραινάκι σε λούνα πάρκ στην καλύτερη περίπτωση…

 

Με αυτή την προσωπική «παραξενιά» δεν είναι έκπληξη ότι μόλις έμαθα το δρομολόγιο για την εκδρομή στον Προυσσό άρχισα να ψάχνω εναλλακτικές. Κάπως έτσι προέκυψε το plan B, το Project North, για να δώσω μία πιο επίσημη χροιά. Έτσι λοιπόν η διαδρομή Αθήνα  – Κόρινθος – Ρίο – Ναυπακτος – Θέρμο – Προυσσός προγραμματίστηκε και τροποποιήθηκε σε …. Αθήνα – Θήβα –Αράχωβα –Ιτεα –Γαλαξίδι –Ναύπακτος    κ.λπ.. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάποιος συνένοχος γι αυτήν την εκτροπή από το πρόγραμμα. Αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του Γιάννη, αν και απ’ ότι έμαθα αργότερα προθυμία για συνενοχή υπήρχε και από αλλού…

 

Τα χιλιόμετρα περισσότερα (καμία εξηνταριά) και ο προβλεπόμενος από το Google Maps χρόνος καμιά ώρα περισσότερος. Άρα λοιπόν εκκίνηση μία ώρα νωρίτερα απο την προγραμματισμένη προκειμένου τα Triumphάκια μας να είναι «Άγγλοι» στο ραντεβού με την υπόλοιπη παρέα στη Ναύπακτο. Έτοιμο λοιπόν το σχέδιο.

 

Επιτέλους Σάββατο. Ξύπνημα αξημέρωτα, πρωινό, ντύσιμο με χειμωνιάτικες κορντούρες άνευ θερμικών επενδύσεων και βουρ για εθνική οδό.Μετά από ένα καφέ στο πόδι, στο σπίτι του επίσης αγουροξυπνημένου Γιάννη,  τα τιγράκια, δύο προς το παρόν, ένας 1050 και ένας 800 ξεχύνονται αχόρταγα στην Εθνική οδό. Κατεύθυνση Θήβα. Μισή ώρα αργότερα, με έναν κατακόκκινο ήλιο στα δεξιά μας βλέπουμε την έξοδο προς Θήβα – Λειβαδιά.

 

Η εθνική οδός Αθηνών λαμίας δίνει τη θέση της στην παλιά εθνική οδό Θήβας – Λειβαδιάς. Το τοπίο αρχίζει να γίνεται πιο επαρχιακό καθώς κατευθυνόμαστε προς την Αλίαρτο. Ο ήλιος έχει βγει πια για τα καλά και η πρωινή υγρασία αρχίζει να υποχωρεί. Μαζί με τη ζέστη του ήλιου έρχονται και οι πρώτες αμβιβολίες όσον αφορά την ορθότητα της επιλογής για χειμερινές κορντούρες. Βέβαια πλεόν, για το υπόλοιπο της διαδρομής, αυτές έχουμε και με αυτές θα πορευθούμε. Η ξεκούραστη, ευθεία διαδρομή από τη Θήβα μέχρι τη Λειβαδιά συνεχίζει να τετραγωνίζει τα λάστιχά μας για περίπου μισή ώρα ακόμη, όταν επιτέλους διακρίνεται ο ορεινός όγκος του Παρνασσού.

 

Η διαδρομή από τη Λειβαδιά μέχρι την Αράχοβα είναι πάντα ένα αγαπημένο κομμάτι. Φαρδύς δρόμος, με ορατότητα και προπάντων καλή άσφαλτο. Οι στροφές διαδέχονται η μία την άλλη και σιγά σιγά αρχίζουμε να ξεμουδιάζουμε και να ακολουθούμε έναν καλό ρυθμό. Χωρίς εκπλήξεις η διαδρομή, εκτός από ένα σκύλο που προφανώς του χαλάσαμε τη Σαββατιάτικη ραστώνη, μας οδηγεί στην αγουροξυπνημένη Αράχοβα. Το πλάνο για ανεφοδιασμό στην Αράχοβα πάει περίπατο καθώς ο τοπικός βενζινάς βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο τελευταίο όνειρο και τον πρώτο πρωινό καφέ. Έτσι αποφασίζουμε ανεφοδιασμό στην πάντα αξιόπιστη Ιτεα και ξαναξεκινάμε.

 

Πλέον κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα. Αφήνουμε πίσω μας το μουσείο των Δελφών, περνάμε μέσα από το χωριο και συνεχίζουμε προς Ιτεα. Ο δρόμος, στην αρχή στενός,μετά άνετα φαρδύς. Η θέα από κάτω μαγευτική. Οι χαρακτηριστικές φουρκέτες και οι ανοικτές κατηφορικές παρατεταμένες στροφές διαδέχονται η μία την άλλη και γύρω στις εννιά και τέταρτο βρισκόμαστε έξω απο την Ιτέα. Σταμάτημα για το απαραίτητο γέμισμα και το εξίσου απαραίτητο άδειασμα, λίγο νερό και ξανά στη σέλα προς Ναύπακτο.

 

Γνωρίζουμε ότι η ομάδα που ακολουθεί τη Νότια διαδρομή θα είναι στη Ναύπακτο γύρω στις δέκα και μισή, οπότε έχουμε χρόνο μπροστά μας. Παρόλα αυτά με το που μπαίνουμε στον δρόμο προς Ναύπακτο, κάτι ο ήλιος που μας ζεσταίνει και φωτίζει το δρόμο, κάτι που πλέον έχουμε ξυπνήσει, κάτι που έχουμε ξεμουδιάσει, ο ρυθμός ανεβαίνει αισθητά. Αισθάνομαι ότι έχω μπει στη «ζώνη». Το μηχανάκι πάει μόνο του, τα καινούρια λάστιχα κολάνε στην άσφαλτο και έχοντας τη θάλασσα αριστερά μας και τους ορεινούς όγκους της Αιτολοακαρνανίας δεξιά μας τρώμε χιλιόμετρα. Τα αρχικά κόκκινα χώματα από τα ορυχεία της Αργυρομεταλλευμάτων Βαρυτίνης διαδέχεται ένα ξερό στείρο και σκληρό τοπίο, το οποίο διακόπτεται μόνο από τον φιδίσιο δρόμο που περνάει ανάμεσα. Μετά από μία απολαυστική διαδρομή μπαίνουμε στη Ναύπακτο γύρω στις δέκα. Διαλέγουμε πρώτο τραπέζι πίστα στο παλιό λιμάνι και αράζουμε περιμένοντας τους φίλους που έρχονται από την (μισητή) Πατρών – Κορίνθου.

 

Το Νότιο γκρουπ, πιστό στο ραντεβού του εμφανίζεται θορυβώδες είκοσι λεπτά αργότερα, και γεμίζει την καφετέρια προς τέρψη του Καφετεριάρχη και συμφορά της σερβιτόρας, που προφανώς στις δέκα και μισι το πρωί δεν έχει ενισχύσεις. Ανταλλάσσονται οι απαραίτητες χαιρετούρες και συστάσεις και θρονιαζόμαστε για έναν απολαυστικό καφέ μέχρι τις έντεκα και μισή. Μοιράζεται σε όλους ο χάρτης της εκδρομής και γίνεται ο απαραίτητος προγραμματισμός του ανεφοδιασμού. Ο Γιάννης, που δεν γέμισε στην Ιτεα, φεύγει για ανιχνευση του τεραίν και εύρεση βενζινάδικου με «κατοστάρα» βενζίνη, καθότι μερικοί εξ ημών (εμού συμπεριλαμβανομένου) βρίσκουμε τα ενενηντα πέντε  οκτάνια πολύ λίγα για τις καλές μας.

 

Σύμφωνα με το πρόγραμμα, στις εντεκάμισι ακριβώς (περίπου), χαιρετάμε τους φίλους που ήρθαν από την Πάτρα μέχρι τη Ναύπακτο, αλλά δεν συνεχίζουν και  αναχωρούμε. Κάνουμε μία στάση για ανεφοδιασμό, βράζοντας πλέον μέσα στα χειμερινά (έστω και χωρίς επένδυση) μπουφάν, και στρίβουμε Βόρεια με κατεύθυνση Θέρμο.

Όμορφη διαδρομή μέσα σε δασικό τοπίο, με μικρά χωριά να διαδέχονται το ένα το άλλο. Ανεβαίνουμε και πάλι σε υψόμετρο, όπου ευτυχώς έχει λίγο περισσότερη δροσιά. Χαρακτηριστικές εικόνες με μία σειρά από μοτοσυκλέτες να διασχίζουν ορεινούς δρόμους χαράζονται στη μνήμη καθώς πλησιάζουμε το Θερμό.  Στο αριστερό μας χέρι κάπου κάπου παίρνουμε και κλεφτές ματιές  από τη λίμνη Τριχωνίδα. Διασχίζουμε το Θερμό και συνεχίζουμε βόρεια προς Προυσσό. Επόμενο χωρίο Ταξιάρχης. Πινακίδες όλο νόημα. Αριστερά Προυσσός, ευθεία Προυσσός, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Προυσσό… Συνεχίζουμε ευθεία ….

 

Λίγα χιλιόμετρα αργότερα, η άσφαλτος γίνεται χώμα. «Δε μπορεί» σκεφτόμαστε, «μάλλον θα ξαναγίνει άσφαλτος σε λίγο». Είμαστε στο χωματόδρωμο ήδη γύρω στα δεκαπέντε είκοσι λεπτά. Κυνηγοί σταματημένοι με τα θηριώδη 4Χ4 στην άκρη του δρόμου μας κοιτούν απορημένοι («που πάνε οι παλαβοί;»). Ευτυχώς που δε μας περάσανε για αγριογούρουνα δηλαδή. Λίγο αργότερα σταματάμε για ανασυγκρότηση. Το βασικό ερώτημα «Προχωράμε ή γυρίζουμε;». Η ποιότητα και το μήκος του χωματόδρομου μπροστά μας είναι αμφίβολα. Οι πληροφορίες βέβαια λένε ότι όντως και από εδώ στον Προυσσό βγάζει.

 

Μετά από ένα σύντομο debate, μερικά φιλικά πειράγματα σε «ήπιο» πάντα ύφος, με στόχο κυρίως το Βασίλη, κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες η απόφαση που λαμβάνεται είναι να συνεχίσουμε.Σαφώς δυσκολότερη η απόφαση για τους streetάδες της παρέας (ένα Hayabusa του Γιώργου και ένα Street Triple R του Θανάση) καθώς και τους δικάβαλους. Προσωπικά, με «χωμάτινη» εμπειρία μηδέν, ξεκινάω μαγκωμένος και αγχωμένος, ακολουθώντας τον αργό ρυθμό που επιβάλλουν άλλα μέλη της παρέας, που βρίσκονται σε παρόμοια ψυχολογική κατάσταση με εμένα. Αφού αγωνίζομαι λίγο να κρατήσω ισορροπία πάνω σε χαλίκια και σχιστολιθικά πετρώματα με τον Τίγρη να αγκομαχά σε εξαιρετικά χαμηλή ταχύτητα, ως μάνα εξ ουρανού προκύπτει η λύση στο πρόβλημα…

                ΓΚΑΖΙ!

 

Μετά από αυτή την έκλαμψη, που σπεύδω να μοιραστώ με όσους από τους συνοδοιπόρους ήταν εξίσου αγχωμένοι, αρχίζει η διασκέδαση.  Το γυροσκοπικό φαινόμενο γίνεται φίλος και σύμμαχος, ο Τίγρης βρίσκει τη ισορροπία του και το γκάπα γκούπα του χωματόδρομου γίνεται παιχνίδι. Ευτυχώς οι ντόπιοι σε κρίσιμα σημεία έχουν φροντίσει να βάλουν πινακίδες προς Προυσσό και δεν χανόμαστε. Σε κάποιο από τα ολιγομελή χωριά στο δρόμο μας ενημερώνουνε ότι έχουμε περίπου 8km χωματόδρομο ακόμη.

 

Το κωμικό του πράγματος είναι ότι σε μία διασταύρωση μέσα στα βουνά και τα χώματα και οι δύο δρόμοι δήλωναν ότι πήγαιναν προς Προυσσό. Τόνιζε δε η πινακίδα ότι δεξιά «Προσοχή παλιός δρόμος!». Αν ήταν έτσι ο καινούριος δεν ήθελα να φανταστώ πως ήταν ο παλιός. Άρα, αριστερά και πάλι αριστερά…

 

Δεκαπέντε χιλιόμετρα (και καμποση ώρα αργότερα) η άσφαλτος κάνει ξανά την εμφάνισή της . Με το που πατάω άσφαλτο αισθάνομαι τουλάχιστον Valentino Rossi. Η τριβή κάνει ξανά την εμφάνισή της και συνεχίζουμε την ανηφόρα προς Προυσσό. Σε εκείνο το σημείο είμαστε ήδη χωρισμένοι σε τρία γκρουπ, ταχύτητας, δυναμικότητας και βέβαια ομορφιάς, με το δικό μας να είναι ως συνήθως το πιο όμορφο. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω ξαναβρισκόμαστε όλοι και ξεκινάμε για το Μοναστήρι. Περνάμε μέσα από τον Προυσσό και περίπου δύο χιλιόμετρα αργότερα συναντάμε δεξιά στροφή προς Μονή Προυσσού.

 

Το μοναστήρι, ως είθισται, χτισμένο σε μία πανέμορφη τοποθεσία κρεμασμένο πάνω από μία χαράδρα. Από κάτω να ακούγονται τα νερά κάποιου ποταμού και από πάνω να δεσπόζει ο πύργος του Ρολογιού. Η ιστορία του μοναστηριού βαστάει από τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε από δύο τολμηρούς μοναχούς, τον Τιμόθεο και τον Διονύσιο κατ’ εντολή του Αυτοκράτορα και του Πατριαρχείου. Άλλοι θέλουν το μοναστήρι να παίρνει το όνομά του από τον πυρσό που άναψαν και διατηρούσαν μονίμως αναμμένο οι δύο μοναχοί. Η παράδοση αποδίδει το όνομά του στην θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Προυσσιώτισας, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά και φερμένη μέχρι εδώ από την Προύσα της Μ.Ασίας. Η ατμόσφαιρα μέσα στο μικρό εκκλησάκι, που έχει χτιστεί σε μία φωλιά του βράχου είναι κατανυκτική.

 

Ανάβουμε ένα κερί, προσευχόμαστε και συνεχίζουμε προς το ρολόι. Η θέα από το ρολόι είναι πανοραμική, φαίνεται όλο το μοναστήρι και σε μακρινή απόσταση τα βουνά τριγύρω.

 

Η ώρα έχει ήδη φτάσει τρεις και κάτι. Το στομάχι έχει ήδη αρχίσει να διαμαρτύρεται και αν κάτι μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα για τους T- Motoriders είναι ότι ποτέ, μα ποτέ (ποτέ, το τονίζω) δεν αφήνουν το στομάχι να διαμαρτύρεται.

 

Το Μικρό Χωριό βρίσκεται περίπου είκοσι χιλιόμετρα μακρυά από την Μονή Προυσσού. Ο δρόμος φιδίσιος, με τις χαρακτηριστικές κατολισθήσεις της περιοχής. Περνάει από σημεία λαξευμένα στο βράχο που κόβουν την  ανάσα. Τοπίο μοναδικής ομορφιάς. Περίπου είκοσι λεπτά μετά την αναχώρηση απο την Μονή, φτάνουμε στον προορισμό μας. Ο θόρυβος των κινητήρων ταράζει την ησυχία του μικρού χωριού μέχρι να βολέψουμε τις καλές μας. Καθόμαστε στο τραπέζι, πίνουμε το κερασμένο τσιπουράκι και παραγγέλνουμε κάτι ελαφρύ για να διασκεδάσουμε την πείνα μας.

 

Μετά από λίγο το τραπέζι γεμίζει με σαλάτες…. κοντοσούβλια, κοκορέτσια, αρνάκια στη σούβλα με την πέτσα τους και άλλα ελαφριά εδέσματα και σιωπή απλώνεται στην παρέα. Τραβάμε τις παραδοσιακές φωτογραφίες με τα πιάτα γεμάτα… και άδεια μετά το σύντομο σκηνικό βίας.

 

Η ώρα έχει πάει περίπου έξι και ξεκινάμε στο δρόμο του γυρισμού. Εδώ ο καθένας αποφασίζει την πορεία του. Άλλοι έμειναν για να περάσουν το Σαββατοκύριακο εκεί. Άλλοι σταμάτησαν στο Καρπενήσι για ψώνια. Οι πιο τολμηροί κατευθύνθηκαν για γυρισμό από τον Μπράλλο με τις περίφημες στροφές του, ενώ εμείς (χορτάτοι από τις πρωινές στροφές) αποφασίζουμε ότι είναι σοφότερο να γυρίσουμε απο την Εθνική Οδό Αθηνών Λαμίας καθώς η νύχτα αρχίζει να πλησιάζει. Τελευταίο κομμάτι οδηγικής απόλαυσης ο δρόμος από το Καρπενήσι μέχρι τη Λαμία. Από τη Λαμία πλέον η οδήγηση είναι διεκπεραιωτική. Η κούραση της ημέρας και του πρωινού ξυπνήματος κάνει την εμφάνισή της.

 

Επιστροφή στην βάση μας γύρω στις εννέα το βράδυ. Δεκαπέντε ώρες μετά την πρωινή αναχώρηση και με περίπου 670 χιλιόμετρα στην πλάτη. Η κούραση είναι γλυκιά, αλλά οι μπαταρίες είναι γεμάτες. Γεμάτες με εικόνες από ένα φανταστικό κομμάτι της ηπειρωτικής Ελλάδας, γεμάτες από ζεστές παρεΐστικες στιγμές.

Μέχρι την επόμενη φορά…

Πάνος