Ταξιδιωτικό 

Γράφει ο Βασίλης Οικονόμου

Ευρωπαϊκό ταξίδι 2014 | 2ο Μέρος | Βουδαπέστη

Δευτέρα πρωί… βροχερή ημέρα….

Ο Κώστας είχε ξυπνήσει χαράματα και πήρε μόνος του τον δρόμο της επιστροφής. Οι υπόλοιποι σηκωθήκαμε αργότερα , πρωινό από το pekara της γειτονιάς και στις 8πμ ήμασταν ήδη στις μηχανές .

Ανεφοδιαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Τα τιγράκια δεν περνούσαν απαρατήρητα στους δρόμους του Βελιγραδίου. Ίσως γιατί αρχής εβδομάδας και με βροχή 2 φορτωμένες μηχανές και με αναβάτες πλήρες εξοπλισμένοι, να μην ήταν κάτι συνηθισμένο.

Ο δρόμος μέχρι τα σύνορα ήταν βρεγμένος. Τα ελάχιστα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε κατά την διάρκεια του ταξιδιού μας έκανα την εμφάνιση τους. Στην μηχανή του Πάνου δεν έδινε ρεύμα ο αντάπτορας που το χρειάζονταν για να φορτίζει το κινητό που του κράταγε συντροφιά με τα τραγούδια που έπαιζε αλλά και το navigator που χρειάζονταν , άσχετα εάν υπήρχε και στην άλλη μηχανή. Πάντα χρειάζεται και μια δεύτερη γνώμη.. Έτσι, στα διόδια βγαίνοντας από την πόλη, σταματήσαμε δεξιά και άρχισε ο μαστρο Πανο με βοηθό τη Σωτηρία, το λύσιμο των καπακιών. Τελικά το καλώδιο είχε κοπεί και αφού το επανένωσε , έδεσε και πάλι την μηχανή. Τα τσιγαράκια αυτή την στιγμή κρίθηκαν απαραίτητα για να ηρεμήσει το πνεύμα έτσι ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ….

Η έλλειψη άγχους για το τι ώρα θα πρέπει να φτάσουμε στον κάθε προορισμό μας, λειτούργησε πολύ καλά και απολαμβάναμε την κάθε μας στάση όταν βρισκόμασταν κυρίως για ανεφοδιασμό.

Την βροχή την βρίσκαμε κατά διαστήματα μπροστά μας.  Στα σύνορα με την Ουγγαρία ο Πάνος παρατήρησε ότι το πίσω λάστιχο της μηχανής μου είχε «κάτσει» κάπως. Με ένδειξη 10 στο όργανο πίεσης δεν το αφήνεις στην τύχη του… Στα 300μ που είχε βενζινάδικο, έβαλα αέρα και το προσέχαμε κατά την διάρκεια της διαδρομής.

Πριν τις 2 το μεσημέρι, μπήκαμε στην Βουδαπέστη, συχνά αποκαλούμενη ως το Παρίσι της ανατολής . Τα έργα που γίνονται αυτήν την περίοδο στην πόλη για την τοποθέτηση ραγών για το τραμ , έχουν φέρει αναστάτωση, μεγάλο μποτιλιάρισμα και πολύ σκόνη. Τελικά το σύστημα που είδαμε στην Κωνσταντινούπολη, το υιοθετούν και πολύ σωστά, πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Παρά την τρέχουσα σύγχρονη προοπτική της, το στίγμα της Βουδαπέστης βρίσκεται στην ιστορία της, που χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες περιόδους μεγάλου πλούτου και ευημερίας και καταστροφικές εποχές, πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών.

Το ξενοδοχείο μας βρίσκονταν δίπλα ακριβώς από μια γραφική, καθολική εκκλησία από την μεριά της Πέστης.

Τακτοποιήσαμε τα πράγματα μας στα άνετο και καθαρό διαμέρισμά μας, ξεκουραστήκαμε και τα απόγευμα ξεκινήσαμε για την βόλτα μας στο κέντρο της πόλης.

Περπατούσαμε παράλληλα με τις γραμμές του τραμ ώσπου κάποια στιγμή συναντήσαμε το υπόγειο μετρό. Κατεβήκαμε, και προσπαθούσαμε από το μηχάνημα αυτόματου πωλητή να βγάλουμε εισιτήρια με την πιστωτική κάρτα. Τα καταφέραμε τελικά γιατί ήταν εύκολες οι οδηγίες που είχαν στα αγγλικά  και ευτυχής με μια δεσμίδα εισιτήρια, για να έχουμε για όλες τις μετακινήσεις μας, μπήκαμε στα παλιά αλλά άψογα συντηρημένα βαγόνια του μετρό.

Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια με την τεράστια σκάλα, το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν κάτι που μας άφησε με ανοικτό το στόμα. Πανέμορφα κτίρια , ωραίοι δρόμοι, τέλεια αρχιτεκτονική κτιρίων, υπέροχα γλυπτά που διακοσμούσαν τις προσόψεις τους, πράσινο αρκετό και πόλη αρκετά καθαρή. Η μοντέρνα Βουδαπέστη γεννήθηκε το 1873 όταν ενώθηκαν η Buda, η Óbuda και η Pest.

Σήμερα η πόλη αποτελείται από 23 περιοχές. Η Buda και η Pest (Βούδα και Πέστη) παραμένουν ακόμα διακριτές αντιπροσωπεύοντας τους δύο διαφορετικούς χαρακτήρες της πόλης. Η Buda ιστορική περιοχή του κάστρου του προσφέρει μεσαιωνικά δρομάκια και σπίτια, μουσεία, σπήλαια και ρωμαϊκά ερείπια. Η δυναμική πλευρά της Πέστης, με το μεγαλύτερο κτίριο κοινoβουλίου της Ευρώπης, προσφέρει περιπάτους δίπλα στο ποτάμι, υπαίθριες αγορές, βιβλιοπωλεία, παλαιοπωλεία και καφέ.

Περπατήσαμε μέχρι την αλυσιδωτή γέφυρα. Εννέα γέφυρες συνδέουν τη Βούδα με την Πέστη, αλλά η Αλυσιδωτή Γέφυρα είναι η πρώτη και η πιο διάσημη, με συμπαγείς αψίδες και τα αγάλματα λιοντάρια. Ολοκληρώθηκε το 1848, και εγκαινιάστηκε το 1849, επιτρέποντας την ενοποίησή της Βούδας, της Πέστης και της Όμπουντα το 1872. Μετά από σημαντικές ζημιές που υπέστη από τους Ναζί, η γέφυρα επισκευάστηκε και εγκαινιάστηκε ξανά το 1949.

Ακολουθώντας τον πεζόδρομο βρεθήκαμε σε μια τεράστια πλατεία όπου επιλέξαμε ένα εστιατόριο , ολίγον τουριστικό, για να φάμε. Το μενού περιελάμβανε σούπες, την περίφημη goulaz, χήνα με ρύζι, ποικιλία κρεατικών ψημένα σ ένα τεράστιο σουβλάκι κι όλα αυτά συνοδεύτηκαν από μια υπέροχη μαύρη μπύρα που δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε σε όλο το υπόλοιπο του ταξιδιού μας. Οι τιμές ολίγον έως αρκετά τσουχτερές…τουριστικές…

Μετά το φαγητό είπαμε να περπατήσουμε για να βοηθήσουμε την χώνεψη. Πάνω από κάποια κτίρια φωτίζονταν περιστασιακά από κάτι περίεργα φώτα. Τα ακολουθήσαμε και βρεθήκαμε σε μια τεράστια ρόδα στην κεντρική πλατεία ίδια με αυτήν του Λονδίνου. Η υψοφοβία της Σωτηρίας κάμθηκε από την έντονη επιθυμία των υπόλοιπων για να ανεβούμε επάνω. Όπερ και εγένετω. Η βραδινή εικόνα της πόλης από ψηλά δεν περιγράφεται… έκθαμβοι και οι τρείς απολαμβάναμε την κινητή μας βόλτα θαυμάζοντας τα φωταγωγημένα κτίρια της Βουδαπέστης.

Αφού βγήκαμε περπατήσαμε στην τεράστια πλατεία που ήταν γεμάτη από νέους που έπιναν μπύρες και καθήμενοι στο γρασίδι έβλεπαν τα ματς του Μουντιάλ από τεράστιες οθόνες. Πολύ κόσμος και χαρούμενες φάτσες. Εκείνη τη ν ώρα τέλειωνε το ματς και όλοι με υποδειγματική ευλάβεια έπαιρναν τα κουτάκια μπύρας και κάθε είδους αποφάγια και τα τοποθετούσαν κοντά σε κάδους σκουπιδιών που ήταν φυσικά ξεχειλισμένοι.

 Με τα πόδια, μετά τα μεσάνυχτα πια, καταλήξαμε και πάλι στην Αλυσιδωτή γέφυρα όπου πήραμε ταξί για να μας πάει στο ξενοδοχείο.

Άλλη μια υπέροχη μέρα του ταξιδιού μας είχε φτάσει στο τέλος της..

Το επόμενο πρωινό κατεβήκαμε στο ξενοδοχείο για πρωινό. Ίσως από τα καλύτερα πρωινά που έχουμε φάει. Τα αυγά και σε κάθε μορφή παρασκευή τους ήταν τέλεια. Φύγαμε κατά τις 9 αναζητώντας τον σταθμό του μετρό , την στάση Forgach.

Κάτι το πρωινό, κάτι η πολύ ωραία διαδρομή, ξεχαστήκαμε και πήραμε λάθος δρόμο. Έτσι το 10λεπτο περπάτημα έγινε ένα όμορφο μισάωρο εν μέσω ποδηλάτων, γιατί ένας  ποδηλατόδρομος με τεράστια δέντρα να τον σκιάζουν δεξιά κι αριστερά μας παρότρυνε να τον περπατήσουμε ακούγοντας κάθε λίγο και λιγάκι το γκλιν γκλον των κουδουνιών από τα ποδήλατα που ήθελαν να περάσουν.

Φτάσαμε στο κέντρο και την ώρα που συζητούσαμε τι και πού να πάμε , μας πλησίασε ένας κύριος προτείνοντας μας με ένα εισιτήριο των 17€ να κάνουμε βόλτα στην πόλη της Πέστης με ανοικτό λεωφορείο, το ίδιο στην πόλη της Βούδας και κρουαζιέρα ημερήσια και νύχτας  στον Δούναβη.Κι όλα αυτά σε περιθώριο 2 ημερών. Το βρήκαμε ιδιαίτερα ελκυστικό το πακέτο κι έτσι πήραμε 3 εισιτήρια και ανεβήκαμε στο λεωφορείο. Ο ήλιος έκανε πλέον δυνατή την παρουσία του και η ηλιοθεραπεία επάνω στο τουριστικό λεωφορείο άρχισε να μας δίνει χρώμα…

Στα 500μ δύο αμάξια ακούμπησαν ελαφριά με τον οδηγό του ενός να βγαίνει εκνευρισμένος σε αλλόφρονη κατάσταση έξω από το όχημα και να τα χώνει στον άλλον οδηγό. Στην παρακείμενη διασταύρωση ήταν ένα τροχονόμος ό οποίος ήρθε τρέχοντας για να δει τι είχε συμβεί. Σε 20 δευτερόλεπτα από την άφιξη του τροχονόμου ήρθε μία μηχανή της αστυνομίας και μετά από 10 δεύτερα άλλες δυο. Πριν συμπληρωθούν τα 2 λεπτά από την ώρα του συμβάντος είχαν έρθει 2 περιπολικά και άλλες 3 μηχανές. Εντυπωσιακός ο χρόνος ανταπόκρισης στο συμβάν.

Αυτό δείχνει και πόσο σοβαρά έχουν επενδύσει στο προϊόν που λέγεται τουρισμός και δεν αφήνουν τίποτε στην τύχη… όπως και εμείς φυσικά ( είπατε κάτι????)…

Συνεχίσαμε την περιήγηση μας στα αξιοθέατα της πόλης. Είδαμε το Βασιλικό Παλάτι να στέκεται στο Λόφο του Κάστρου από τον 13ο αιώνα και να έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου και στους πολέμους. Στο εσωτερικό του μερικώς ανακαινισμένου παλατιού βρίσκεται ένα τεράστιο συγκρότημα μουσείων, το Μουσείο Ιστορίας (γνωστό και ως το Μουσείο του Κάστρου) και την Εθνική Πινακοθήκη της Ουγγαρίας. Θαυμάσαμε την Πλατεία Ηρώων που είναι μία από τις πιο σημαντικές πλατείες της Βουδαπέστης, με πλούσια ιστορική και πολιτική χροιά. Το θεαματικό συγκρότημα αγαλμάτων, το Μνημείο της Χιλιετίας, ολοκληρώθηκε το 1900, η πλατεία ονομάστηκε «Πλατεία Ηρώων» το 1929 κι είναι αφιερωμένο το όνομα “Στη μνήμη των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία του λαού μας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας”.  Περάσαμε την λεωφόρο Andrássy, μια πλατιά λεωφόρος μήκους 2,310μέτρων με πολλά κτίρια μοναδικής αρχιτεκτονικής κι ενώνει το κέντρο της πόλης με το πάρκο. Εκεί βρίσκονται τα πιο ακριβά και πλούσια σπίτια της Βουδαπέστης και το κτίριο της όπερας που ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση το κτίριο της συναγωγής Dohány. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη συναγωγή στον κόσμο, συνδεδεμένη με την συναγωγή του Άμστερνταμ που είναι η μεγαλύτερη της Ευρώπης. Χτίστηκε ανάμεσα στο 1854-1859 σε ρομαντικό στυλ. Το κτίριο αποτελείται από τρεις μεγάλους διαδρόμους με καθίσματα για παραπάνω από 3.000 άτομα. Χτισμένη με χρωματιστά τούβλα είναι πολύ εντυπωσιακή με έντονα οριεντάλ στοιχεία. Δίπλα από τη συναγωγή βρίσκεται το Εβραϊκό μουσείο με πολλά ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά αντικείμενα. Η ξενάγηση άρχισε να γίνεται κουραστική αλλά και ξεκαρδιστική ακούγοντας τον μεταφραστή από τα ακουστικά να μας λέει για τα αξιοθέατα της πόλης με μια προφορά σαν να τα έχει μεταφράσει από το Google, δλδ…κάπως…

Κατεβήκαμε από το λεωφορείο και κάτσαμε για καφέ και δροσερά αναψυκτικά μπας και συνέλθουμε. Έχοντας πάρει αρκετή δύναμη και χωρίς να έχει χαθεί η όρεξή μας για περισσότερη μάθηση,  είπαμε να μπούμε για μια ημερήσια βόλτα με το καραβάκι στον Δούναβη.

Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τους άντρες της παρέας!!!

Άργησε να φύγει το ποταμόπλοιο και θέλοντας να καθίσουμε έξω να απολαύσουμε καλύτερα την θέα, ο δυνατός ήλιος του μεσημεριού μας μετέτρεψε σε ζαλισμένα κοτόπουλα…. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκαμε στο εσωτερικό του καραβιού που είχε κλιματισμό και αφού ο κόσμος ήταν λίγος κλείσαμε τα μάτια μας λιγάκι αφήνοντας την Σωτηρία να  τραβάει φωτογραφίες προσπαθώντας να ξεπεράσει ακόμα και τους γιαπωνέζους τουρίστες..

Μετά από λίγο βέβαια συνήλθαμε κι απολαύσαμε κι εμείς τα εντυπωσιακά κτίρια στις όχθες του ποταμού…

Βγήκαμε από το πλοιάριο μετά από μία ώρα ξενάγησης και μέσω του πεζόδρομου φτάσαμε στο Big Berger για να τσιμπήσουμε κάτι πρόχειρο για μεσημεριανό. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο για την μεσημεριανή σιέστα.

Τα απόγευμα πριν την βόλτα είπαμε να ελέγξουμε τις μηχανές.

Η πίεση στο πίσω λάστιχο ήταν και πάλι πεσμένη και εξετάζοντας πολύ προσεχτικά το ελαστικό βρήκαμε ότι έχω πατήσει μία πρόκα. Αν και είχαμε αμπούλες και μακαρόνια μαζί για να προχωρήσαμε σε επισκευή, εν τούτοις επέλεξα να αναζητήσω κάποιο βουλκανιζατέρ ως πιο καλή λύση. Από την reception του ξενοδοχείο μου απάντησαν αρνητικά στο  να βρούμε κάποιο ανοικτό. Η ώρα είχε ήδη πάει 7μμ. Όλη την μέρα γυρνάγαμε και δεν σκεφτήκαμε καν αυτό το ενδεχόμενο μιας και η όψη του ελαστικού κατά το ξεφόρτωμα δεν έδειχνε κάτι το ανησυχητικό.

Σερφάροντας στο διαδίκτυο μας βρήκαν τελικά ένα συνεργείο 5,5 χλμ μακριά και αφού μίλησε μ αυτούς , μας περίμεναν. Το βρήκαμε σχετικά εύκολα. Μας εξυπηρέτησαν και το αποτέλεσμα ήταν η εξαγωγή από το ελαστικό μιας πρόκας με στριφογυριστή ράβδωση χωρίς κεφάλι. Το κόστος επισκευής 10€.

Φουλάραμε τις μηχανές μας και ξεκινήσαμε για βραδινή περιπλάνηση στους δρόμους της Βουδαπέστης με τα τιγράκια να βρυχούνται δίπλα από τα λιοντάρια της γέφυρας Chain.

Περάσαμε από της μεριά της Βούδας θαυμάζοντας την διαφορετική όψη των κτιρίων. Η κοιλιά άρχισε να ζητάει κι αυτή τα δικά της οπότε καταλήξαμε  σ ένα ωραίο πολυτελέστατο εστιατόριο που είχαμε δει την προηγούμενη μέρα, ανάμεσα στην κεντρική πλατεία και τις πρεσβείες. Ο πιανίστας μόλις αντίκρισε τις μπλούζες μας με την ελληνική σημαία, άρχισε να παίζει τα παιδιά του Πειραιά και μείς να σιγοτραγουδάμε χαμογελώντας. Το μενού ήταν λίγο ακαταλαβίστικο και με την βοήθεια του σερβιτόρου παραγγείλαμε τρία διαφορετικά τοπικά πιάτα και σαλάτα με συνοδεία μια ξανθιάς… μπύρας… επειδή όμως των φρονίμων τα παιδιά ( στην συγκεκριμένη περίπτωση των Ελλήνων τα παιδιά ) πριν πεινάσουν μαγειρεύουν ,παραγγείλαμε και πίτσες για να είμαστε σίγουροι ότι θα ικανοποιήσουμε τις γαστρικές μας διαμαρτυρίες…

Ευχαριστημένοι, ανεβήκαμε στις μηχανές και πήραμε τον δρόμο για το ξενοδοχείο οδηγώντας στους νυχτερινούς άδειους δρόμους της πόλης..