Ταξιδιωτικό 

>Γράφει ο Βασίλης Οικονόμου
Φωτογραφίες: Εμμανουέλα Μυστηρίδου

Καταχείμωνο στη Πίνδο

Στην καρδιά του χειμώνα μια ολιγοήμερη απόδραση ήταν αναγκαία, μια και οι ευκαιρίες που δίνονται για εξόρμηση με καλό καιρό σπανίζουν…

Προορισμός… η Οροσειρά της Πίνδου, με σημαδεμένα στο χάρτη μας τα βουνά των Αγράφων, ο Λάκμος και τα Αθαμανικά όρη ή αλλιώς Τζουμέρκα…

Η κακοκαιρία που υπήρχε μια βδομάδα πριν, δεν φαίνονταν ότι θα δημιουργούσε προβλήματα σε αυτήν την εξόρμηση. Στην πορεία όμως αποδείχθηκε το εντελώς αντίθετο. Με περίσσεια διάθεση ξεκινήσαμε αρκετά πρωί για να βγάλουμε την πρώτη πινέζα από τον χάρτη που ήταν στην πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, το Καρπενήσι. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις εκείνων των ημερών ήταν άλλο ένα ερωτηματικό για τον βαθμό δυσκολίας που θα πρόσθεταν. Η διαδρομή μέχρι το Καρπενήσι έγινε απρόσκοπτα μέσω της Εθνικής Οδού και περνώντας ένα-ένα τα μπλόκα. Μάλλον τους πιάσαμε στον ύπνο πρωινιάτικα…

Μετά τη Λαμία, ο δρόμος είναι αρκετά γνώριμος… Το γνωστό μνημείο με το αεροπλάνο ήταν το πρώτο σημείο για μια στάση. Λίγο πιο πέρα άρχιζε και η ανάβαση του Τυμφρηστού. Στις ράχες του Τυμφρηστού επέλεξα να πάω από τον παλιό δρόμο για να μπω στο Καρπενήσι. Το κρύο αρκετά τσουχτερό και τα χιόνια εκατέρωθεν του δρόμου προσέδιδαν μια άλλη ομορφιά στο τοπίο. Ένα διερχόμενο αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση μας προειδοποίησε για πάγο στα ανήλιαγα σημεία. Η ώρα δεν είχε πάει ακόμα 10 και δεν το διακινδύνευσα για να συνεχίσω. Μια στάση στο πάρκο επάνω στον Τυμφρηστό ήταν ότι έπρεπε για ξεκούραση και φαγητό…

Μπήκαμε στο Καρπενήσι μέσω της σήραγγας Π. Μπακογιάννη για να ανεβούμε προς το Βελούχι και το χιονοδρομικό του Καρπενησίου με προορισμό την Αγία Τριάδα. Μια υπέροχη διαδρομή, με πολύ ωραίες στροφές και το οδόστρωμα σε αρκετά καλή κατάσταση, που το καλοκαίρι σου προσφέρει αρκετή δροσιά λόγω του υψομέτρου (1.840μ). Τον χειμώνα όμως??

Το βουνό στις κορυφές του  είχε ένα καφέ σκούρο χρώμα και με το χιόνι επάνω του έμοιαζε σαν ένα τεράστιο brownie που η κρέμα γάλακτος έρεε στις πτυχές του…

Φτάνοντας στο χιονοδρομικό, αρκετός κόσμος ήταν στις πίστες, κυρίως πιτσιρίκια που απολάμβαναν το χιόνι κάνοντας σκι. Όμως ο δρόμος προς την Αγία Τριάδα ήταν απροσπέλαστος, κλειστός λόγω του χιονιού!!!

Η…adventure εξόρμησή μας μόλις είχε αρχίσει. Ξανακατεβήκαμε το βουνό για να βγούμε έξω από το Καρπενήσι, παίρνοντας τον δρόμο προς Φουρνά και Ρεντίνα με προορισμό την δεύτερη πινέζα μας… τη λίμνη Πλαστήρα. Και ο δρόμος μέσα από τα Φουρνά οδηγεί στην λίμνη αλλά με τη διαφορά ότι η διαδρομή αυτή είναι χωμάτινη.

Το κρύο εξακολουθούσε να ήταν δριμύ και κυρίως στα σημεία όπου ο ήλιος ντρέπονταν να εμφανιστεί μην τυχόν και σπάσει τον πάγο στις κλειστές και σκοτεινές φουρκέτες. Σε μία από αυτές, μια αριστερή κλειστή στροφή όπου τα δέντρα σκέπαζαν την ομορφιά της φύσης και εγκλώβιζαν τους ήχους, το νερό κάτω ήταν πράγματι κρύσταλλο διάφανο, αφήνοντας όμως από κάτω από αυτό, την πηγή να αναζητεί τον δρόμο της προς το ποτάμι. Έφερα τελείως δεξιά τη μηχανή ώστε να περάσω χωρίς να χρειαστεί να στρίψω το τιμόνι. Το γκάζι ελαφρύ, έδωσε τον ρυθμό για μια ωραία φιγούρα πάνω στον πάγο υπό τον ήχο του σπασίματός του, βυθίζοντας ελαφρά το πίσω λάστιχο και βρέχοντάς το, όπως θα έβρεχε τα πόδια του ένα περήφανο άτι που θα πέρναγε το ποτάμι…

Το παγωμένο οδόστρωμα δεν μας άφηνε και πολλές επιλογές για την ταχύτητα που έπρεπε να έχουμε σε όλη τη διαδρομή μας. Το χιόνι στις άκρες παραμέριζε να περάσουμε. Τα τεράστια έλατα πασπαλισμένα κι αυτά, έκαναν το τοπίο ονειρικό και τους ταξιδευτές ευλογημένους που μπορούσαν να απολαύσουν τέτοια ομορφιά. Περάσαμε στην πίσω μεριά του βουνού όπου το χιόνι στον δρόμο εξακολουθούσε να μας κρατάει συντροφιά

Ο ήλιος είχε κουραστεί από το ατελείωτο κρυφτό της ημέρας και είχε αρχίσει να φεύγει πίσω από τις κορυφές των Αγράφων. Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε και βρεθήκαμε δίπλα από τα Λουτρά Σμοκόβου με την περίφημη τεχνητή λίμνη. Μετά το Ζαΐμη, στρίψαμε αριστερά για το φράγμα της Λίμνης Πλαστήρα αλλά και το βραδινό μας κατάλυμα στο χωριό Μπελοκομίτη.

Η τεράστια ταμπέλα στο φράγμα βρίσκεται για να μας θυμίζει στις μέρες μας τη σημασία του τεράστιου αυτού έργου που εμπνεύστηκε ο Ν. Πλαστήρας, που εκτός από το ρεύμα που δίνει, όπως αναγράφει… «τα νερά της κάνουν ευφορότερα δεκάδες χιλιάδες στρέμματα»…

Αφήσαμε τα πράγματα στον ξενώνα και βγήκαμε να προλάβουμε και τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου που έπεφταν στα τριγύρω βουνά… στη λίμνη…

Λίμνη Πλαστήρα. Ένας τόπος που κάποτε έσφυζε από ζωή, τώρα πια έχει ερημώσει. Τα γνωστά και όχι απαραίτητα ακριβά καταλύματα ήταν κλειστά, σκοτεινά. Οι ταβέρνες, με τα φώτα τους αλλά και την κάπνα από το τζάκι και την κουζίνα, προσπαθούσαν να προσελκύσουν τον λιγοστό κόσμο. Στα Καλύβια ανεφοδιαστήκαμε από ένα ελεύθερο πρατήριο και ανεβήκαμε προς τα χωριά Πεζούλα και Φυλακτή. Το σκοτάδι πια σκέπαζε τα πάντα. Η κοιλιά μας άρχισε κι αυτή να διαμαρτύρεται. Μη γνωρίζοντας ποια ταβέρνα θα ήταν αυτή που θα εκπλήρωνε τις γαστρονομικές μας επιθυμίες και επειδή δεν ήθελα να ρισκάρω, επέλεξα να πάω μερικά χλμ πιο πέρα, στο Ανθοχώρι, για να φάμε στην ταβέρνα της κυρά Ελένης. Την είχα επισκεφτεί και πριν από 5 χρόνια όπου είχε περιποιηθεί 30 πεινασμένους μοτοσικλετιστές που γυρόφερναν ολημερίς στα βουνά των Αγράφων. Οι πίτες, το τυρόψωμο, το γαλοτύρι αλλά και το κρέας ήταν αξέχαστα τότε, όπως και τώρα. Και το κρασί βάλσαμο στις καρδιές μας. Αφού θυμηθήκαμε τα παλιά, αποσυρθήκαμε στο κατάλυμα όπου το αναμμένο τζάκι μας κράτησε συντροφιά αυτήν την παγωμένη νύχτα…

To ξημέρωμα μας βρήκε να κοιτάζουμε από το παράθυρο την απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου…

Όπου οι αχτίδες του ήλιου δεν είχαν ακόμα φτάσει, ένα βαθύ μπλε κυριαρχούσε…

Πήραμε το πρωινό μας και ξεκινήσαμε για τις επόμενες πινέζες του χάρτη: Πύλη Τρικάλων και Τζουμέρκα.

Τα μάτια να μην θέλουν να ξεκολλήσουν από τη θέα της λίμνης. Απομακρυνόμαστε κοιτάζοντας ψηλά προς τις χιονισμένες κορφές τον επόμενο προορισμό μας…

Περάσαμε από το Μουζάκι και στρίψαμε αριστερά στο χωριό Πύλη. Εκεί ήταν η πρώτη μας στάση. Μια μεγάλη τοξωτή γέφυρα που ενώνει τα βουνά Κόζιακα και Ίταμο και περνάει με χάρη και ορμή ο Πορταϊκός ποταμός. Μήκους 67μ και ύψους 30μ η γέφυρα στέκει μεγαλοπρεπής από τα χρόνια του μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίων Β, ο οποίος αργότερα ανακηρύχτηκε άγιος αλλά και πολιούχος της πόλης των Τρικάλων.

Πύλη πραγματική, μιας και όταν την περνάς, από την πεδιάδα ανεβαίνεις στην οροσειρά της Πίνδου. Από το σχετικά ζεστό καιρό, βρεθήκαμε μονομιάς στο κρύο τοπίο όπου τα χιόνια μας ξανά-υποδέχθηκαν παγωμένα στις άκρες του δρόμου. Η διαδρομή περιλάμβανε και τα χωριά Βουγιαρέλι και Πράμαντα, όπου και ανεφοδιαστήκαμε αφού για αρκετά χλμ δεν θα υπήρχε άλλο σημείο ανεφοδιασμού. Σκοπός ήταν την επόμενη μέρα να κάνουμε τον κύκλο και μέσα από το πέρασμα Μπάρος να κατεβούμε ξανά προς Ελάτη και Περτούλι.

Οι συνεχόμενες στροφές μας ανέβαζαν όλο και πιο ψηλά.

Το τοπίο τριγύρω παγωμένο και ξαφνικά… αντικρίζεις κάτι που το βλέπεις πολύ σπάνια. Το νερό της πηγής που έβγαινε μέσα από τον βράχο  να έχει παγώσει, να έχει κρυσταλλώσει κυριολεκτικά μπροστά σου… Η φύση να παίζει με τα σχήματα του παγωμένου νερού… Να μην βρίσκω λόγια να περιγράψω τις εικόνες και το συναίσθημα…

Απλά να ξανανεβαίνω στη μηχανή και με ένα χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπο, σαν τον χρυσοθήρα που μόλις ανακάλυψε το πολύτιμο ορυκτό, να συνεχίζω το ταξίδι.

Ταύροι και αγελάδες στέκονταν στον δρόμο μας… με βλέμμα απλανές και με μια δόση αμηχανίας μας άφηναν να περάσουμε ανάμεσα τους. Νωρίς το απόγευμα φτάσαμε στο Προσήλιο όπου ο Νίκος και η Έλενα μας υποδέχθηκαν θερμά στην ξενοδοχειακή μονάδα που διατηρούνε. Το ξενοδοχείο «ΛΑΚΜΟΣ» που ίσως είναι το καλύτερο στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων.

Αφήσαμε τα πράγματα και επισκεφθήκαμε το χωριό Συρράκο που βρίσκεται μερικά χλμ πιο πέρα. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας. Το Συρράκο όπως και το διπλανό χωριό, οι Καλαρρύτες, δεν είναι προσβάσιμο εντός με όχημα. Τα οχήματα αφήνονται στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους εκτός του χωριού. Η είσοδος γίνεται με τα πόδια μέσα από λιθόστρωτα σοκάκια και πάνω από γέφυρες όπου τα νερά αφήνονται από ύψος και σχηματίζουν μικρούς καταρράκτες. Το χωριό του Ιωάννη Κωλέττη και του ποιητή Κ. Κρυστάλλη, είναι χτισμένο στα 1.150μ υψόμετρο, στις πλαγιές του Λάκμος μέσα στο γκρίζο της πέτρας, με τα πρώτα φώτα να ανάβουν το σούρουπο, είναι μια ζωντανή φωτογραφία. Είναι η άγρια ομορφιά των χωριών της παρτίδας μας.

Περπατήσαμε στα σοκάκια και καταλήξαμε στην κεντρική πλατεία του χωριού όπου η μοναδική ταβέρνα που ήταν ανοικτή, μας υποδέχθηκε με τις νοστιμότερες γεύσεις του χωριού. Αυτές τις σπιτικές πίτες με το φύλλο από μπομπότα, δεν μπορείς να τις ξεχάσεις εύκολα… Το κόκκινο κρασάκι έδωσε κι αυτό το χρώμα του στο δείπνο μας.

Η ώρα του γυρισμού για το κατάλυμά μας στο Προσήλιο είχε σημάνει. Το περπάτημα μας έκανε καλό μέχρι να πάρουμε τη μηχανή από το πάρκινγκ. Το νερό της πηγής στον δρόμο μας, χωνευτικό. Τα σύννεφα όμως είχαν κατέβει αρκετά και στην επόμενη στροφή η ομίχλη, που ήταν αρκετά πυκνή, μας συντρόφευσε μέχρι και την είσοδο σχεδόν του χωριού.

Μια ακόμα νύχτα έφτασε και μας βρήκε γεμάτους με εικόνες και συναισθήματα..

Ξημερώνοντας την επόμενη μέρα στα Τζουμέρκα ένοιωθα πολύ οικεία. Ίσως γιατί μου έφερνε εικόνες από το χωριό του πατέρα μου στα βουνά των Αγράφων. Τα βουνά αυτά ήταν οι επόμενες πινέζες στον χάρτη, μαζί με τα χωριά Ελάτη και το Περτούλι..

Ξεκινήσαμε λίγο πιο νωρίς για να μπορέσουμε να επισκεφτούμε την Ιερά μονή Κηπίνας που βρίσκεται στον δρόμο από Προσήλιο προς Καλαρρύτες. Ένα μοναστήρι που χτίστηκε το 1212, είναι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου και πήρε το όνομά του από τους κήπους που καλλιεργούσαν στο παρελθόν οι μοναχοί. Για να μπούμε μέσα πήραμε τα κλειδιά από ένα καφενείο που βρίσκεται 700μ πριν από αυτό. Το προαύλιο της μονής θυμίζει κλασικό μοναστήρι. Προχωρήσαμε περνώντας την ξύλινη γέφυρα για να βρεθούμε μπροστά από τη βαριά πόρτα της μονής. Όλο το μοναστήρι είναι χτισμένο μέσα στον βράχο. Από εκεί ψηλά μπορείς να ακούσεις μόνο τον θόρυβο του νερού, έτσι όπως βγαίνει μέσα από τον βράχο και δηλώνει την παρουσία του. Υπάρχει μάλιστα στο βάθος της μονής και ένα αρκετά μεγάλο σπήλαιο μήκους 240μ που είχε εξερευνηθεί στο παρελθόν από την σπηλαιολόγο κα. Άννα Πετρόχειλου. Στην αρχή του σπηλαίου, στα αριστερά, είναι αναρτημένη η πλήρης χαρτογράφηση που έχει γίνει.

Τα κελιά των μοναχών είναι επισκέψιμα και μπορεί να πάρει κανείς μια γεύση από την ασκητική ζωή.

Φύγαμε κλείνοντας πίσω την πόρτα της μονής αλλά και στην καρδιά μας τις εικόνες αυτές που δύσκολα συναντάς.

Ανηφορίσαμε προς τους Καλαρρύτες για να βρεθούμε, μέσα από το πέρασμα Μπάρος, στην Ελάτη και το Περτούλι. Οι κάτοικοι μας έλεγαν ότι το πέρασμα είναι ανοικτό. Στο καφενείο όμως που πήραμε τα κλειδιά, μας είπαν πως θα ήταν αδύνατο να περάσουμε με τη μηχανή λόγω πάγου και χιονιού σε πολλά σημεία. 3 χλμ μετά τους Καλαρρύτες τα πρώτα σημάδια είχαν φανεί. Το νερό που υπήρχε εκεί ήταν σε μορφή χιονιού ή/και πάγου. Τα πρώτα 100μ φάνηκαν προσπελάσιμα αλλά το επόμενο κομμάτι ήταν μόνο ένα τεράστιο κομμάτι παγωμένου χιονιού στο οδόστρωμα. Μία που ακινητοποίησα τη μηχανή και μία που βρεθήκαμε όλοι κάτω… Όταν όμως έχεις τον κατάλληλο εξοπλισμό, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Η μηχανή κείτονταν σαν νεκρή, με τη βενζίνη να τρέχει από το σημείο υπερχείλισης, λιώνοντας έτσι τον πάγο. Αφού αφαίρεσα τις βαλίτσες, προσπάθησα να πατήσω σε σημείο που δεν είχε πάγο για να την σηκώσω. Τελικά, παρόλη την κλίση του εδάφους, ήταν πολύ εύκολο, περισσότερο από όσο μπορώ να σας το περιγράψω.

Μόνο ο λασπωτήρας στο τιμόνι είχε στραβώσει αλλά επανήλθε στη θέση του.

Τα πλάνα μας δυστυχώς έπρεπε να αλλάξουν. Το adventure 3ήμερο έπρεπε να τελειώσει χωρίς να μπορέσουμε να αποκαθηλώσουμε κάποιες πινέζες που είχαμε βάλει στον χάρτη. Ο δρόμος της επιστροφής θα γίνονταν έτσι όπως φτάσαμε. Η μοναδική παράκαμψη ήταν να επισκεφτούμε τους καταρράκτες και να γυρίσουμε μέσω Καρδίτσας και πάλι στην Αθήνα, προσπαθώντας να αποφύγουμε όσο ήταν δυνατόν τα αγροτικά μπλόκα στους δρόμους.

Περνώντας όμως τη διασταύρωση προς το Προσήλιο, μία αγέλη αγελάδων και ταύρων ήταν και πάλι μπροστά μας. Ο χωμάτινος δρόμος ήταν αρκετά κατηφορικός με γκρεμό στα αριστερά μας. Ο λευκός ταύρος δεν έδειχνε διάθεση υποχώρησης. Και τότε ένοιωσα την πιο αμήχανη στιγμή από τότε που βρίσκομαι καβάλα σε μηχανές… Ο ταύρος έκανε δύο βήματα πίσω, χτύπησε με το πίσω πόδι του το χώμα και κατέβασε το κεφάλι. Είναι η στιγμή που δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Ασυναίσθητα γκάζωσα ελαφρά κάνοντας και τα δικά μου άλογα να χλιμιντρίσουν απέναντι του. Σήκωσε ξανά το κεφάλι. Το ζώο δίπλα του παραμέρισε ελαφρά, ανοίγοντας μου ένα μικρό πέρασμα. Με κρατημένο τον κινητήρα και τις ανάσες μας, κατηφορίσαμε και περάσαμε ανάμεσά τους. Ο κρύος ιδρώτας πολύ πιο παγωμένος κι από το ίδιο το τοπίο.

 Συνεχίσαμε να κατηφορίζουμε. Μετά τα Πράμαντα ο δρόμος για τους Καταρράκτες ήταν αρκετά στενός και ανηφορικός. Φτάσαμε και το θέαμα που αντικρίσαμε παρέπεμπε σε σκηνές από την άγρια Δύση. Το νερό έπεφτε μέσα από τις πέτρες από μεγάλο ύψος και χάριζε ένα υπέροχο θέαμα. Δεν ήταν αρκετή η ροή του αλλά το θέαμα ήταν υπέροχο. Ακριβώς εκεί υπάρχει κι ένα αναψυκτήριο που ήταν όμως κλειστό.

Ξεκουραστήκαμε για να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού προς την πρωτεύουσα.

Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν τις εικόνες αυτές της Ελλάδας τον χειμώνα. Δεν δίνεται συχνά τέτοια ευκαιρία, να μπορείς να οδηγήσεις με ωραίο καιρό μέσα στα χιόνια, να στρίβεις 1.282χλμ σε 3 μόλις μέρες προκαλώντας…. τα μάτια σου να δεχθούν τόση ομορφιά…. την τύχη σου περνώντας ολομόναχος, χωρίς να συναντήσεις κανέναν, τόσα μέρη αλλά και … ταύρους..

Μια απαράμιλλη ομορφιά, που όταν την βρεις δεν θες να την αφήσεις και υπόσχεσαι πως στην επόμενη ευκαιρία, πάλι θα είσαι εκεί έξω σαν κυνηγός στιγμών, ως συλλέκτης εμπειριών και αποδέκτης όμορφων συναισθημάτων… ο ταξιδευτής των δρόμων…